απαλλοτριώσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απαλλοτριώσιμος • (apallotriósimos) m (feminine απαλλοτριώσιμη, neuter απαλλοτριώσιμο)
- alienable, capable of being expropriated
Declension[edit]
Declension of απαλλοτριώσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαλλοτριώσιμος • | απαλλοτριώσιμη • | απαλλοτριώσιμο • | απαλλοτριώσιμοι • | απαλλοτριώσιμες • | απαλλοτριώσιμα • |
genitive | απαλλοτριώσιμου • | απαλλοτριώσιμης • | απαλλοτριώσιμου • | απαλλοτριώσιμων • | απαλλοτριώσιμων • | απαλλοτριώσιμων • |
accusative | απαλλοτριώσιμο • | απαλλοτριώσιμη • | απαλλοτριώσιμο • | απαλλοτριώσιμους • | απαλλοτριώσιμες • | απαλλοτριώσιμα • |
vocative | απαλλοτριώσιμε • | απαλλοτριώσιμη • | απαλλοτριώσιμο • | απαλλοτριώσιμοι • | απαλλοτριώσιμες • | απαλλοτριώσιμα • |
Related terms[edit]
- see: απαλλοτρίωση f (apallotríosi, “expropriation”)