απαράλειπτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απαράλειπτος • (aparáleiptos) m (feminine απαράλειπτη, neuter απαράλειπτο)
Declension[edit]
Declension of απαράλειπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαράλειπτος • | απαράλειπτη • | απαράλειπτο • | απαράλειπτοι • | απαράλειπτες • | απαράλειπτα • |
genitive | απαράλειπτου • | απαράλειπτης • | απαράλειπτου • | απαράλειπτων • | απαράλειπτων • | απαράλειπτων • |
accusative | απαράλειπτο • | απαράλειπτη • | απαράλειπτο • | απαράλειπτους • | απαράλειπτες • | απαράλειπτα • |
vocative | απαράλειπτε • | απαράλειπτη • | απαράλειπτο • | απαράλειπτοι • | απαράλειπτες • | απαράλειπτα • |
Related terms[edit]
- παραλείπω (paraleípo, “I omit”)