απαραφύλαχτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απαραφύλαχτος • (aparafýlachtos) m (feminine απαραφύλαχτη, neuter απαραφύλαχτο)
- Alternative form of απαραφύλακτος (aparafýlaktos)
Declension[edit]
Declension of απαραφύλαχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαραφύλαχτος • | απαραφύλαχτη • | απαραφύλαχτο • | απαραφύλαχτοι • | απαραφύλαχτες • | απαραφύλαχτα • |
genitive | απαραφύλαχτου • | απαραφύλαχτης • | απαραφύλαχτου • | απαραφύλαχτων • | απαραφύλαχτων • | απαραφύλαχτων • |
accusative | απαραφύλαχτο • | απαραφύλαχτη • | απαραφύλαχτο • | απαραφύλαχτους • | απαραφύλαχτες • | απαραφύλαχτα • |
vocative | απαραφύλαχτε • | απαραφύλαχτη • | απαραφύλαχτο • | απαραφύλαχτοι • | απαραφύλαχτες • | απαραφύλαχτα • |