απερίσκεφτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απερίσκεφτος • (aperískeftos) m (feminine απερίσκεφτη, neuter απερίσκεφτο)
- Alternative form of απερίσκεπτος (aperískeptos)
Declension[edit]
Declension of απερίσκεφτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απερίσκεφτος • | απερίσκεφτη • | απερίσκεφτο • | απερίσκεφτοι • | απερίσκεφτες • | απερίσκεφτα • |
genitive | απερίσκεφτου • | απερίσκεφτης • | απερίσκεφτου • | απερίσκεφτων • | απερίσκεφτων • | απερίσκεφτων • |
accusative | απερίσκεφτο • | απερίσκεφτη • | απερίσκεφτο • | απερίσκεφτους • | απερίσκεφτες • | απερίσκεφτα • |
vocative | απερίσκεφτε • | απερίσκεφτη • | απερίσκεφτο • | απερίσκεφτοι • | απερίσκεφτες • | απερίσκεφτα • |