απληροφόρητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απληροφόρητος • (aplirofóritos) m (feminine απληροφόρητη, neuter απληροφόρητο)
Declension[edit]
Declension of απληροφόρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απληροφόρητος • | απληροφόρητη • | απληροφόρητο • | απληροφόρητοι • | απληροφόρητες • | απληροφόρητα • |
genitive | απληροφόρητου • | απληροφόρητης • | απληροφόρητου • | απληροφόρητων • | απληροφόρητων • | απληροφόρητων • |
accusative | απληροφόρητο • | απληροφόρητη • | απληροφόρητο • | απληροφόρητους • | απληροφόρητες • | απληροφόρητα • |
vocative | απληροφόρητε • | απληροφόρητη • | απληροφόρητο • | απληροφόρητοι • | απληροφόρητες • | απληροφόρητα • |
Synonyms[edit]
- αδιαφώτιστος (adiafótistos)