απλούμιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απλούμιστος • (aploúmistos) m (feminine απλούμιστη, neuter απλούμιστο)
- unadorned, unembroidered, unornamented
- Synonyms: απλός (aplós), αποίκιλτος (apoíkiltos), ακόσμητος (akósmitos)
Declension[edit]
Declension of απλούμιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλούμιστος • | απλούμιστη • | απλούμιστο • | απλούμιστοι • | απλούμιστες • | απλούμιστα • |
genitive | απλούμιστου • | απλούμιστης • | απλούμιστου • | απλούμιστων • | απλούμιστων • | απλούμιστων • |
accusative | απλούμιστο • | απλούμιστη • | απλούμιστο • | απλούμιστους • | απλούμιστες • | απλούμιστα • |
vocative | απλούμιστε • | απλούμιστη • | απλούμιστο • | απλούμιστοι • | απλούμιστες • | απλούμιστα • |