αποβουτυρωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποβουτυρωμένος • (apovoutyroménos) m (feminine αποβουτυρωμένη, neuter αποβουτυρωμένο)
- skimmed (especially milk)
Declension[edit]
Declension of αποβουτυρωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποβουτυρωμένος • | αποβουτυρωμένη • | αποβουτυρωμένο • | αποβουτυρωμένοι • | αποβουτυρωμένες • | αποβουτυρωμένα • |
genitive | αποβουτυρωμένου • | αποβουτυρωμένης • | αποβουτυρωμένου • | αποβουτυρωμένων • | αποβουτυρωμένων • | αποβουτυρωμένων • |
accusative | αποβουτυρωμένο • | αποβουτυρωμένη • | αποβουτυρωμένο • | αποβουτυρωμένους • | αποβουτυρωμένες • | αποβουτυρωμένα • |
vocative | αποβουτυρωμένε • | αποβουτυρωμένη • | αποβουτυρωμένο • | αποβουτυρωμένοι • | αποβουτυρωμένες • | αποβουτυρωμένα • |
Related terms[edit]
- see: αποβουτύρωση f (apovoutýrosi, “skimming, creaming off”)