αποδοκιμαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποδοκιμαστικός • (apodokimastikós) m (feminine αποδοκιμαστική, neuter αποδοκιμαστικό)
Declension
[edit]Declension of αποδοκιμαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδοκιμαστικός • | αποδοκιμαστική • | αποδοκιμαστικό • | αποδοκιμαστικοί • | αποδοκιμαστικές • | αποδοκιμαστικά • |
genitive | αποδοκιμαστικού • | αποδοκιμαστικής • | αποδοκιμαστικού • | αποδοκιμαστικών • | αποδοκιμαστικών • | αποδοκιμαστικών • |
accusative | αποδοκιμαστικό • | αποδοκιμαστική • | αποδοκιμαστικό • | αποδοκιμαστικούς • | αποδοκιμαστικές • | αποδοκιμαστικά • |
vocative | αποδοκιμαστικέ • | αποδοκιμαστική • | αποδοκιμαστικό • | αποδοκιμαστικοί • | αποδοκιμαστικές • | αποδοκιμαστικά • |
Related terms
[edit]- see: αποδοκιμάζω (apodokimázo, “I disapprove of”)