αποδόσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποδόσιμος • (apodósimos) m (feminine αποδόσιμη, neuter αποδόσιμο)
Declension[edit]
Declension of αποδόσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδόσιμος • | αποδόσιμη • | αποδόσιμο • | αποδόσιμοι • | αποδόσιμες • | αποδόσιμα • |
genitive | αποδόσιμου • | αποδόσιμης • | αποδόσιμου • | αποδόσιμων • | αποδόσιμων • | αποδόσιμων • |
accusative | αποδόσιμο • | αποδόσιμη • | αποδόσιμο • | αποδόσιμους • | αποδόσιμες • | αποδόσιμα • |
vocative | αποδόσιμε • | αποδόσιμη • | αποδόσιμο • | αποδόσιμοι • | αποδόσιμες • | αποδόσιμα • |
Related terms[edit]
- see: απόδοση f (apódosi)