αποκαλυπτήριος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποκαλυπτήριος • (apokalyptírios) m (feminine αποκαλυπτήριη, neuter αποκαλυπτήριο)
- revelation, exposure (especially of wrongdoing)
- (as a noun) revelation
- Synonym: αποκαλυπτήρια (apokalyptíria)
Declension[edit]
Declension of αποκαλυπτήριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκαλυπτήριος • | αποκαλυπτήριη • | αποκαλυπτήριο • | αποκαλυπτήριοι • | αποκαλυπτήριες • | αποκαλυπτήρια • |
genitive | αποκαλυπτήριου • | αποκαλυπτήριης • | αποκαλυπτήριου • | αποκαλυπτήριων • | αποκαλυπτήριων • | αποκαλυπτήριων • |
accusative | αποκαλυπτήριο • | αποκαλυπτήριη • | αποκαλυπτήριο • | αποκαλυπτήριους • | αποκαλυπτήριες • | αποκαλυπτήρια • |
vocative | αποκαλυπτήριε • | αποκαλυπτήριη • | αποκαλυπτήριο • | αποκαλυπτήριοι • | αποκαλυπτήριες • | αποκαλυπτήρια • |