αρώτητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Alternative forms[edit]
- ανερώτητος (anerótitos)
Adjective[edit]
αρώτητος • (arótitos) m (feminine αρώτητη, neuter αρώτητο)
Declension[edit]
Declension of αρώτητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρώτητος • | αρώτητη • | αρώτητο • | αρώτητοι • | αρώτητες • | αρώτητα • |
genitive | αρώτητου • | αρώτητης • | αρώτητου • | αρώτητων • | αρώτητων • | αρώτητων • |
accusative | αρώτητο • | αρώτητη • | αρώτητο • | αρώτητους • | αρώτητες • | αρώτητα • |
vocative | αρώτητε • | αρώτητη • | αρώτητο • | αρώτητοι • | αρώτητες • | αρώτητα • |
Related terms[edit]
- see: ρωτάω (rotáo, “to ask”)