ασελιδοποίητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ασελιδοποίητος • (aselidopoíitos) m (feminine ασελιδοποίητη, neuter ασελιδοποίητο)
- (printing) unpaged, unpaginated
- ασελιδοποίητο δοκίμιο ― aselidopoíito dokímio ― galley proof
Declension[edit]
Declension of ασελιδοποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασελιδοποίητοος • | ασελιδοποίητοη • | ασελιδοποίητοο • | ασελιδοποίητοοι • | ασελιδοποίητοες • | ασελιδοποίητοα • |
genitive | ασελιδοποίητοου • | ασελιδοποίητοης • | ασελιδοποίητοου • | ασελιδοποίητοων • | ασελιδοποίητοων • | ασελιδοποίητοων • |
accusative | ασελιδοποίητοο • | ασελιδοποίητοη • | ασελιδοποίητοο • | ασελιδοποίητοους • | ασελιδοποίητοες • | ασελιδοποίητοα • |
vocative | ασελιδοποίητοε • | ασελιδοποίητοη • | ασελιδοποίητοο • | ασελιδοποίητοοι • | ασελιδοποίητοες • | ασελιδοποίητοα • |
Further reading[edit]
- ασελιδοποίητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.