Jump to content

ασυμπάθιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασυμπάθιστος (asympáthistosm (feminine ασυμπάθιστη, neuter ασυμπάθιστος)

  1. Alternative form of ασυμπαθής (asympathís)

Declension

[edit]
Declension of ασυμπάθιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυμπάθιστος (asympáthistos) ασυμπάθιστη (asympáthisti) ασυμπάθιστο (asympáthisto) ασυμπάθιστοι (asympáthistoi) ασυμπάθιστες (asympáthistes) ασυμπάθιστα (asympáthista)
genitive ασυμπάθιστου (asympáthistou) ασυμπάθιστης (asympáthistis) ασυμπάθιστου (asympáthistou) ασυμπάθιστων (asympáthiston) ασυμπάθιστων (asympáthiston) ασυμπάθιστων (asympáthiston)
accusative ασυμπάθιστο (asympáthisto) ασυμπάθιστη (asympáthisti) ασυμπάθιστο (asympáthisto) ασυμπάθιστους (asympáthistous) ασυμπάθιστες (asympáthistes) ασυμπάθιστα (asympáthista)
vocative ασυμπάθιστε (asympáthiste) ασυμπάθιστη (asympáthisti) ασυμπάθιστο (asympáthisto) ασυμπάθιστοι (asympáthistoi) ασυμπάθιστες (asympáthistes) ασυμπάθιστα (asympáthista)

Further reading

[edit]