γκριζομάλλης
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
γκριζο- (gkrizo-) + -μάλλης (-mállis)
Adjective[edit]
γκριζομάλλης • (gkrizomállis) m (feminine γκριζομάλλα or γκριζομαλλούσα, neuter γκριζομάλλικο)
- grey-haired (UK), gray-haired (US)
Declension[edit]
Declension of γκριζομάλλης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γκριζομάλλης • | γκριζομάλλα • / γκριζομαλλούσα • | γκριζομάλλικο • | γκριζομάλληδες • | γκριζομάλλες • / γκριζομαλλούσες • | γκριζομάλλικα • |
genitive | γκριζομάλλη • | γκριζομάλλας • / γκριζομαλλούσας • | γκριζομάλλικου • | γκριζομάλληδων • | — | γκριζομάλλικων • |
accusative | γκριζομάλλη • | γκριζομάλλα • / γκριζομαλλούσα • | γκριζομάλλικο • | γκριζομάλληδες • | γκριζομάλλες • / γκριζομαλλούσες • | γκριζομάλλικα • |
vocative | γκριζομάλλη • | γκριζομάλλα • / γκριζομαλλούσα • | γκριζομάλλικο • | γκριζομάλληδες • | γκριζομάλλες • / γκριζομαλλούσες • | γκριζομάλλικα • |