διαπλανητικό
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]διαπλανητικό • (diaplanitikó)
- accusative masculine singular of διαπλανητικός (diaplanitikós)
- nominative neuter singular of διαπλανητικός (diaplanitikós)
- accusative neuter singular of διαπλανητικός (diaplanitikós)
- vocative neuter singular of διαπλανητικός (diaplanitikós)