διαπλανητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
διαπλανητικός • (diaplanitikós) m (feminine διαπλανητική, neuter διαπλανητικό)
Declension[edit]
Declension of διαπλανητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαπλανητικός • | διαπλανητική • | διαπλανητικό • | διαπλανητικοί • | διαπλανητικές • | διαπλανητικά • |
genitive | διαπλανητικού • | διαπλανητικής • | διαπλανητικού • | διαπλανητικών • | διαπλανητικών • | διαπλανητικών • |
accusative | διαπλανητικό • | διαπλανητική • | διαπλανητικό • | διαπλανητικούς • | διαπλανητικές • | διαπλανητικά • |
vocative | διαπλανητικέ • | διαπλανητική • | διαπλανητικό • | διαπλανητικοί • | διαπλανητικές • | διαπλανητικά • |