ολιγοπώλιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ολιγοπώλιο • (oligopólio) n (plural ολιγοπώλια)
Declension
[edit]Declension of ολιγοπώλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ολιγοπώλιο • | ολιγοπώλια • |
genitive | ολιγοπωλίου •, ολιγοπώλιου • | ολιγοπωλίων • |
accusative | ολιγοπώλιο • | ολιγοπώλια • |
vocative | ολιγοπώλιο • | ολιγοπώλια • |
Further reading
[edit]- ολιγοπώλιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language