ορφανοτροφείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ορφανοτροφείο • (orfanotrofeío) n
Declension
[edit]Declension of ορφανοτροφείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ορφανοτροφείο • | ορφανοτροφεία • |
genitive | ορφανοτροφείου • | ορφανοτροφείων • |
accusative | ορφανοτροφείο • | ορφανοτροφεία • |
vocative | ορφανοτροφείο • | ορφανοτροφεία • |
Related terms
[edit]- see: ορφανό n (orfanó, “orphan”)