πισωκολλητό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]πίσω (píso, “back”) + κολλητός (kollitós, “glued”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πισωκολλητό • (pisokollitó) n (plural πισωκολλητά)
- (colloquial, vulgar) doggy style
- Της γυναίκας μου της αρέσει το πισωκολλητό.
- Tis gynaíkas mou tis arései to pisokollitó.
- My wife likes doing it doggy-style.
Declension
[edit]Declension of πισωκολλητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πισωκολλητό • | πισωκολλητά • |
genitive | πισωκολλητού • | πισωκολλητών • |
accusative | πισωκολλητό • | πισωκολλητά • |
vocative | πισωκολλητό • | πισωκολλητά • |