αδογμάτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αδογμάτιστος • (adogmátistos) m (feminine αδογμάτιστη, neuter αδογμάτιστος)
Declension[edit]
Declension of αδογμάτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδογμάτιστος • | αδογμάτιστη • | αδογμάτιστο • | αδογμάτιστοι • | αδογμάτιστες • | αδογμάτιστα • |
genitive | αδογμάτιστου • | αδογμάτιστης • | αδογμάτιστου • | αδογμάτιστων • | αδογμάτιστων • | αδογμάτιστων • |
accusative | αδογμάτιστο • | αδογμάτιστη • | αδογμάτιστο • | αδογμάτιστους • | αδογμάτιστες • | αδογμάτιστα • |
vocative | αδογμάτιστε • | αδογμάτιστη • | αδογμάτιστο • | αδογμάτιστοι • | αδογμάτιστες • | αδογμάτιστα • |