αθρυμμάτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αθρυμμάτιστος • (athrymmátistos) m (feminine αθρυμμάτιστη, neuter αθρυμμάτιστο)
Declension[edit]
Declension of αθρυμμάτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθρυμμάτιστος • | αθρυμμάτιστη • | αθρυμμάτιστο • | αθρυμμάτιστοι • | αθρυμμάτιστες • | αθρυμμάτιστα • |
genitive | αθρυμμάτιστου • | αθρυμμάτιστης • | αθρυμμάτιστου • | αθρυμμάτιστων • | αθρυμμάτιστων • | αθρυμμάτιστων • |
accusative | αθρυμμάτιστο • | αθρυμμάτιστη • | αθρυμμάτιστο • | αθρυμμάτιστους • | αθρυμμάτιστες • | αθρυμμάτιστα • |
vocative | αθρυμμάτιστε • | αθρυμμάτιστη • | αθρυμμάτιστο • | αθρυμμάτιστοι • | αθρυμμάτιστες • | αθρυμμάτιστα • |
Antonyms[edit]
- σπασμένος (spasménos, “broken”)
Related terms[edit]
- θρυμματίζω (thrymmatízo, “to shatter”)