αμοραλιστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αμοραλιστικός • (amoralistikós) m (feminine αμοραλιστική, neuter αμοραλιστικό)
Declension[edit]
Declension of αμοραλιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμοραλιστικός • | αμοραλιστική • | αμοραλιστικό • | αμοραλιστικοί • | αμοραλιστικές • | αμοραλιστικά • |
genitive | αμοραλιστικού • | αμοραλιστικής • | αμοραλιστικού • | αμοραλιστικών • | αμοραλιστικών • | αμοραλιστικών • |
accusative | αμοραλιστικό • | αμοραλιστική • | αμοραλιστικό • | αμοραλιστικούς • | αμοραλιστικές • | αμοραλιστικά • |
vocative | αμοραλιστικέ • | αμοραλιστική • | αμοραλιστικό • | αμοραλιστικοί • | αμοραλιστικές • | αμοραλιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμοραλιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμοραλιστικός, etc.) |
Related terms[edit]
- see: αμοραλισμός m (amoralismós, “amoralism, amorality”)
Further reading[edit]
- αμοραλιστικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.