αντιολισθητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντιολισθητικός • (antiolisthitikós) m (feminine αντιολισθητική, neuter αντιολισθητικό)
Declension[edit]
Declension of αντιολισθητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιολισθητικός • | αντιολισθητική • | αντιολισθητικό • | αντιολισθητικοί • | αντιολισθητικές • | αντιολισθητικά • |
genitive | αντιολισθητικού • | αντιολισθητικής • | αντιολισθητικού • | αντιολισθητικών • | αντιολισθητικών • | αντιολισθητικών • |
accusative | αντιολισθητικό • | αντιολισθητική • | αντιολισθητικό • | αντιολισθητικούς • | αντιολισθητικές • | αντιολισθητικά • |
vocative | αντιολισθητικέ • | αντιολισθητική • | αντιολισθητικό • | αντιολισθητικοί • | αντιολισθητικές • | αντιολισθητικά • |
Related terms[edit]
- see: ολίσθηση f (olísthisi, “skid”)