απαλλαχτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απαλλαχτικός • (apallachtikós) m (feminine απαλλαχτική, neuter απαλλαχτικό)
- Alternative form of απαλλακτικός (apallaktikós)
Declension[edit]
Declension of απαλλαχτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαλλαχτικός • | απαλλαχτική • | απαλλαχτικό • | απαλλαχτικοί • | απαλλαχτικές • | απαλλαχτικά • |
genitive | απαλλαχτικού • | απαλλαχτικής • | απαλλαχτικού • | απαλλαχτικών • | απαλλαχτικών • | απαλλαχτικών • |
accusative | απαλλαχτικό • | απαλλαχτική • | απαλλαχτικό • | απαλλαχτικούς • | απαλλαχτικές • | απαλλαχτικά • |
vocative | απαλλαχτικέ • | απαλλαχτική • | απαλλαχτικό • | απαλλαχτικοί • | απαλλαχτικές • | απαλλαχτικά • |