αποτελεσματικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
αποτελεσματικός (apotelesmatikós, “effective, efficient”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1869.
Noun[edit]
αποτελεσματικότητα • (apotelesmatikótita) f (uncountable)
Declension[edit]
αποτελεσματικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αποτελεσματικότητα • |
genitive | αποτελεσματικότητας • |
accusative | αποτελεσματικότητα • |
vocative | αποτελεσματικότητα • |
Related terms[edit]
- see: αποτέλεσμα (apotélesma, “effect, result”)