βατραχοπέδιλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
βατραχοπέδιλο • (vatrachopédilo) n (plural βατραχοπέδιλα)
Declension[edit]
declension of βατραχοπέδιλο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βατραχοπέδιλο • | βατραχοπέδιλα • |
genitive | βατραχοπέδιλου • | βατραχοπέδιλων • |
accusative | βατραχοπέδιλο • | βατραχοπέδιλα • |
vocative | βατραχοπέδιλο • | βατραχοπέδιλα • |