εβένινος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εβένινος • (evéninos) m (feminine εβένινη, neuter εβένινο)
- ebony (made of ebony wood)
Declension
[edit]Declension of εβένινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εβένινος • | εβένινη • | εβένινο • | εβένινοι • | εβένινες • | εβένινα • |
genitive | εβένινου • | εβένινης • | εβένινου • | εβένινων • | εβένινων • | εβένινων • |
accusative | εβένινο • | εβένινη • | εβένινο • | εβένινους • | εβένινες • | εβένινα • |
vocative | εβένινε • | εβένινη • | εβένινο • | εβένινοι • | εβένινες • | εβένινα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εβένινος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εβένινος, etc.) |