θειοθειικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From θείο (theío) + θειικός (theiikós), calque of English thiosulphate.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]θειοθειικός • (theiotheiikós) m (feminine θειοθειική, neuter θειοθειικό)
Declension
[edit]Declension of θειοθειικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θειοθειικός • | θειοθειική • | θειοθειικό • | θειοθειικοί • | θειοθειικές • | θειοθειικά • |
genitive | θειοθειικού • | θειοθειικής • | θειοθειικού • | θειοθειικών • | θειοθειικών • | θειοθειικών • |
accusative | θειοθειικό • | θειοθειική • | θειοθειικό • | θειοθειικούς • | θειοθειικές • | θειοθειικά • |
vocative | θειοθειικέ • | θειοθειική • | θειοθειικό • | θειοθειικοί • | θειοθειικές • | θειοθειικά • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- θειοθειικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el