φαγκοτίστας
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
φαγκοτίστας • (fagkotístas) m (plural φαγκοτίστες, feminine φαγκοτίστα or φαγκοτίστρια)
Declension[edit]
declension of φαγκοτίστας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | φαγκοτίστας • | φαγκοτίστες • |
genitive | φαγκοτίστα • | φαγκοτιστών • |
accusative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |
vocative | φαγκοτίστα • | φαγκοτίστες • |