διακοπτόμενη συνουσία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]διακοπτόμενη (diakoptómeni, “interrupted”) + συνουσία (synousía, “sexual intercourse”)
Noun
[edit]διακοπτόμενη συνουσία • (diakoptómeni synousía) f