τηλεγράφημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]τηλε- (tile-, “tele-”) + English grapheme, from Ancient Greek γράφημα (gráphēma) (for which see γράφω (gráphō, “to write”)).
Noun
[edit]τηλεγράφημα • (tilegráfima) n (plural τηλεγραφήματα)
- telegram (telegraphed message)
Declension
[edit]Declension of τηλεγράφημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεγράφημα • | τηλεγραφήματα • |
genitive | τηλεγραφήματος • | τηλεγραφημάτων • |
accusative | τηλεγράφημα • | τηλεγραφήματα • |
vocative | τηλεγράφημα • | τηλεγραφήματα • |
Related terms
[edit]- τηλέφωνο n (tiléfono, “telephone”)
- τηλεφωνητής m (tilefonitís, “telephonist, telegraphist”)
- τηλεφωνήτρια m (tilefonítria, “telephonist, telegraphist”)
Further reading
[edit]- Τηλεγραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el