άδεια οδήγησης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- άδεια οδηγήσεως (ádeia odigíseos)
Noun
[edit]άδεια οδήγησης • (ádeia odígisis) f (plural άδειες οδήγησης)
- driver's license
- Synonyms: δίπλωμα οδήγησης (díploma odígisis), δίπλωμα (díploma)
Declension
[edit]- see: άδεια (ádeia)