άσκαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]άσκαστος • (áskastos) m (feminine άσκαστη, neuter άσκαστο)
- (flower) unopened
- Antonym: σκασμένος (skasménos)
- (firearms, explosives) live, unexploded
- (skin) unchapped
Declension
[edit]Declension of άσκαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσκαστος • | άσκαστη • | άσκαστο • | άσκαστοι • | άσκαστες • | άσκαστα • |
genitive | άσκαστου • | άσκαστης • | άσκαστου • | άσκαστων • | άσκαστων • | άσκαστων • |
accusative | άσκαστο • | άσκαστη • | άσκαστο • | άσκαστους • | άσκαστες • | άσκαστα • |
vocative | άσκαστε • | άσκαστη • | άσκαστο • | άσκαστοι • | άσκαστες • | άσκαστα • |