Jump to content

αββαείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αββαείο (avvaeíon (plural αββαεία)

  1. Alternative spelling of αβαείο (avaeío)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αββαείο (avvaeío) αββαεία (avvaeía)
genitive αββαείου (avvaeíou) αββαείων (avvaeíon)
accusative αββαείο (avvaeío) αββαεία (avvaeía)
vocative αββαείο (avvaeío) αββαεία (avvaeía)