αβγότσουφλο
Greek
Etymology
From αβγό (avgó, “egg”) + τσόφλι (tsófli, “shell”)
Noun
αβγότσουφλο • (avgótsouflo) n (plural αβγότσουφλα)
Declension
Declension of αβγότσουφλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αβγότσουφλο • | αβγότσουφλα • |
genitive | αβγότσουφλου • | αβγότσουφλων • |
accusative | αβγότσουφλο • | αβγότσουφλα • |
vocative | αβγότσουφλο • | αβγότσουφλα • |