αγανάχτηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγανάχτηση • (aganáchtisi) f (uncountable)
- (rare) Alternative form of αγανάκτηση (aganáktisi)
Declension
[edit] αγανάχτηση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | αγανάχτηση • | |
genitive | αγανάχτησης • | |
accusative | αγανάχτηση • | |
vocative | αγανάχτηση • | |
Older or formal genitive singular: αγαναχτήσεως • |