αγκάλιασμα
Greek
Noun
αγκάλιασμα • (agkáliasma) n (plural αγκαλιάσματα)
Declension
Declension of αγκάλιασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκάλιασμα • | αγκαλιάσματα • |
genitive | αγκαλιάσματος • | αγκαλιασμάτων • |
accusative | αγκάλιασμα • | αγκαλιάσματα • |
vocative | αγκάλιασμα • | αγκαλιάσματα • |
Synonyms
Related terms
- αγκαλιάζω (agkaliázo, “to embrace, to hug”)