αγορανομία
Greek
Noun
αγορανομία • (agoranomía) f (plural αγορανομίες)
- market inspectorate, trading standards department, environmental health department
- market regulations
Declension
Declension of αγορανομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγορανομία • | αγορανομίες • |
genitive | αγορανομίας • | αγορανομιών • |
accusative | αγορανομία • | αγορανομίες • |
vocative | αγορανομία • | αγορανομίες • |
Related terms
- αγορανόμος m or f (agoranómos, “market inspector”)