αγοραφοβία
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αγορά (agorá, “market place”) + φόβος (fóvos, “fear”) + -ία (-ía).
Pronunciation
[edit]IPA: [aɣoɾafoˈvia]
Noun
[edit]αγοραφοβία • (agorafovía) f (uncountable)
Declension
[edit] αγοραφοβία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αγοραφοβία • |
genitive | αγοραφοβίας • |
accusative | αγοραφοβία • |
vocative | αγοραφοβία • |