αγριοκόριτσο
Greek
Etymology
αγριο- (agrio-, “wild”) + κορίτσι (korítsi, “girl”)
Noun
αγριοκόριτσο • (agriokóritso) n (plural αγριοκόριτσα)
Declension
Declension of αγριοκόριτσο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριοκόριτσο • | αγριοκόριτσα • |
genitive | αγριοκόριτσου • | αγριοκόριτσων • |
accusative | αγριοκόριτσο • | αγριοκόριτσα • |
vocative | αγριοκόριτσο • | αγριοκόριτσα • |