αδαμαντοπωλείο
Greek
Noun
αδαμαντοπωλείο • (adamantopoleío) n (plural αδαμαντοπωλεία)
Declension
Declension of αδαμαντοπωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδαμαντοπωλείο • | αδαμαντοπωλεία • |
genitive | αδαμαντοπωλείου • | αδαμαντοπωλείων • |
accusative | αδαμαντοπωλείο • | αδαμαντοπωλεία • |
vocative | αδαμαντοπωλείο • | αδαμαντοπωλεία • |