αδαμαντόστικτος
Greek
Adjective
αδαμαντόστικτος • (adamantóstiktos) m (feminine αδαμαντόστικτη, neuter αδαμαντόστικτο)
Declension
Declension of αδαμαντόστικτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδαμαντόστικτος • | αδαμαντόστικτη • | αδαμαντόστικτο • | αδαμαντόστικτοι • | αδαμαντόστικτες • | αδαμαντόστικτα • |
genitive | αδαμαντόστικτου • | αδαμαντόστικτης • | αδαμαντόστικτου • | αδαμαντόστικτων • | αδαμαντόστικτων • | αδαμαντόστικτων • |
accusative | αδαμαντόστικτο • | αδαμαντόστικτη • | αδαμαντόστικτο • | αδαμαντόστικτους • | αδαμαντόστικτες • | αδαμαντόστικτα • |
vocative | αδαμαντόστικτε • | αδαμαντόστικτη • | αδαμαντόστικτο • | αδαμαντόστικτοι • | αδαμαντόστικτες • | αδαμαντόστικτα • |
Synonyms
- αδαμαντοκόλλητος (adamantokóllitos)
- αδαμαντοποίκιλτος (adamantopoíkiltos)
- αδαμαντοστόλιστος (adamantostólistos)