αδιαφοροποίητος
Greek
Adjective
αδιαφοροποίητος • (adiaforopoíitos) m (feminine αδιαφοροποίητη, neuter αδιαφοροποίητο)
Declension
Declension of αδιαφοροποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαφοροποίητος • | αδιαφοροποίητη • | αδιαφοροποίητο • | αδιαφοροποίητοι • | αδιαφοροποίητες • | αδιαφοροποίητα • |
genitive | αδιαφοροποίητου • | αδιαφοροποίητης • | αδιαφοροποίητου • | αδιαφοροποίητων • | αδιαφοροποίητων • | αδιαφοροποίητων • |
accusative | αδιαφοροποίητο • | αδιαφοροποίητη • | αδιαφοροποίητο • | αδιαφοροποίητους • | αδιαφοροποίητες • | αδιαφοροποίητα • |
vocative | αδιαφοροποίητε • | αδιαφοροποίητη • | αδιαφοροποίητο • | αδιαφοροποίητοι • | αδιαφοροποίητες • | αδιαφοροποίητα • |
Related terms
- διαφοροποίηση f (diaforopoíisi, “differentiation”)
- διαφοροποιώ (diaforopoió, “to differentiate”)