αδιερεύνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αδιερεύνητος • (adierévnitos) m (feminine αδιερεύνητη, neuter αδιερεύνητο)
Declension
[edit]Declension of αδιερεύνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιερεύνητος • | αδιερεύνητη • | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητοι • | αδιερεύνητες • | αδιερεύνητα • |
genitive | αδιερεύνητου • | αδιερεύνητης • | αδιερεύνητου • | αδιερεύνητων • | αδιερεύνητων • | αδιερεύνητων • |
accusative | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητη • | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητους • | αδιερεύνητες • | αδιερεύνητα • |
vocative | αδιερεύνητε • | αδιερεύνητη • | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητοι • | αδιερεύνητες • | αδιερεύνητα • |
Related terms
[edit]- διερευνώ (dierevnó, “investigate, explore”)
and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “search, investigate”)