αεριολογία
Jump to navigation
Jump to search
See also: αερολογία
Greek
[edit]Noun
[edit]αεριολογία • (aeriología) f (plural αεριολογίες)
Declension
[edit]Declension of αεριολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεριολογία • | αεριολογίες • |
genitive | αεριολογίας • | αεριολογιών • |
accusative | αεριολογία • | αεριολογίες • |
vocative | αεριολογία • | αεριολογίες • |