αιγυπτιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αιγυπτιακός • (aigyptiakós) m (feminine αιγυπτιακή, neuter αιγυπτιακό)
- Egyptian (of, from, or pertaining to Egypt or Egyptians)
Declension
[edit]Declension of αιγυπτιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιγυπτιακός • | αιγυπτιακή • | αιγυπτιακό • | αιγυπτιακοί • | αιγυπτιακές • | αιγυπτιακά • |
genitive | αιγυπτιακού • | αιγυπτιακής • | αιγυπτιακού • | αιγυπτιακών • | αιγυπτιακών • | αιγυπτιακών • |
accusative | αιγυπτιακό • | αιγυπτιακή • | αιγυπτιακό • | αιγυπτιακούς • | αιγυπτιακές • | αιγυπτιακά • |
vocative | αιγυπτιακέ • | αιγυπτιακή • | αιγυπτιακό • | αιγυπτιακοί • | αιγυπτιακές • | αιγυπτιακά • |
Synonyms
[edit]- (abbreviation) αιγυπτ. (aigypt.)
Related terms
[edit]- see: Αίγυπτος f (Aígyptos, “Egypt”)