ακατάρτιστος
Greek
Adjective
ακατάρτιστος • (akatártistos) m (feminine ακατάρτιστη, neuter ακατάρτιστο)
Declension
Declension of ακατάρτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάρτιστος • | ακατάρτιστη • | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστοι • | ακατάρτιστες • | ακατάρτιστα • |
genitive | ακατάρτιστου • | ακατάρτιστης • | ακατάρτιστου • | ακατάρτιστων • | ακατάρτιστων • | ακατάρτιστων • |
accusative | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστη • | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστους • | ακατάρτιστες • | ακατάρτιστα • |
vocative | ακατάρτιστε • | ακατάρτιστη • | ακατάρτιστο • | ακατάρτιστοι • | ακατάρτιστες • | ακατάρτιστα • |
Related terms
- ακαταρτισία f (akatartisía, “lack of training”)