ακατονόμαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακατονόμαστος • (akatonómastos) m (feminine ακατονόμαστη, neuter ακατονόμαστο)
Declension[edit]
Declension of ακατονόμαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατονόμαστος • | ακατονόμαστη • | ακατονόμαστο • | ακατονόμαστοι • | ακατονόμαστες • | ακατονόμαστα • |
genitive | ακατονόμαστου • | ακατονόμαστης • | ακατονόμαστου • | ακατονόμαστων • | ακατονόμαστων • | ακατονόμαστων • |
accusative | ακατονόμαστο • | ακατονόμαστη • | ακατονόμαστο • | ακατονόμαστους • | ακατονόμαστες • | ακατονόμαστα • |
vocative | ακατονόμαστε • | ακατονόμαστη • | ακατονόμαστο • | ακατονόμαστοι • | ακατονόμαστες • | ακατονόμαστα • |
See also[edit]
- ανώνυμος (anónymos, “anonymous”)