ακολουθούμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ακολουθούμενος • (akolouthoúmenos) m (feminine ακολουθούμενη, neuter ακολουθούμενο)
- passive present participle of ακολουθώ (akolouthó): (being) followed
Declension
[edit]Declension of ακολουθούμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακολουθούμενος • | ακολουθούμενη • | ακολουθούμενο • | ακολουθούμενοι • | ακολουθούμενες • | ακολουθούμενα • |
genitive | ακολουθούμενου • | ακολουθούμενης • | ακολουθούμενου • | ακολουθούμενων • | ακολουθούμενων • | ακολουθούμενων • |
accusative | ακολουθούμενο • | ακολουθούμενη • | ακολουθούμενο • | ακολουθούμενους • | ακολουθούμενες • | ακολουθούμενα • |
vocative | ακολουθούμενε • | ακολουθούμενη • | ακολουθούμενο • | ακολουθούμενοι • | ακολουθούμενες • | ακολουθούμενα • |