ακοτυλήδονος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακοτυλήδονος • (akotylídonos) m (feminine ακοτυλήδονη, neuter ακοτυλήδονο)
Declension
[edit]Declension of ακοτυλήδονος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοτυλήδονος • | ακοτυλήδονη • | ακοτυλήδονο • | ακοτυλήδονοι • | ακοτυλήδονες • | ακοτυλήδονα • |
genitive | ακοτυλήδονου • | ακοτυλήδονης • | ακοτυλήδονου • | ακοτυλήδονων • | ακοτυλήδονων • | ακοτυλήδονων • |
accusative | ακοτυλήδονο • | ακοτυλήδονη • | ακοτυλήδονο • | ακοτυλήδονους • | ακοτυλήδονες • | ακοτυλήδονα • |
vocative | ακοτυλήδονε • | ακοτυλήδονη • | ακοτυλήδονο • | ακοτυλήδονοι • | ακοτυλήδονες • | ακοτυλήδονα • |
Related terms
[edit]- κοτυληδόνα (kotylidóna)